Κάποια ζεστή ημέρα του Αυγούστου του 1945, κι ενώ οι κάτοικοι ενός μικρού χωριού είναι αφοσιωμένοι στην προετοιμασία για το γάμο του γιου του τοπικού ιερέα, καταφθάνουν στον σταθμό των τρένων δύο Ορθόδοξοι Εβραίοι κουβαλώντας κάποια μυστηριώδη δέματα. Οι χωρικοί τρέμουν στην ιδέα πως πρόκειται για επιζώντες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που θα διεκδικήσουν τη χαμένη τους περιουσία...
Μιλώντας με ευαισθησία για ένα παραγνωρισμένο θέμα της ευρωπαϊκής ιστορίας, ο σκηνοθέτης τολμά να ανοίξει το θέμα και να αποτυπώσει σ' αυτό το ασπρόμαυρο πορτρέτο μιας ρημαγμένης γης όλες τις γκρίζες ζώνες που καταπατούν οι άνθρωποι σε καιρό ειρήνης.
Μιλώντας με ευαισθησία για ένα παραγνωρισμένο θέμα της ευρωπαϊκής ιστορίας, ο σκηνοθέτης τολμά να ανοίξει το θέμα και να αποτυπώσει σ' αυτό το ασπρόμαυρο πορτρέτο μιας ρημαγμένης γης όλες τις γκρίζες ζώνες που καταπατούν οι άνθρωποι σε καιρό ειρήνης.
Σκηνοθεσία: Ferenc Török Σενάριο: Gábor T. Szántó, Ferenc Török Ηθοποιοί: Péter Rudolf, Bence Tasnádi, Tamás Szabó Kimmel, Dóra Sztarenki, Ági Szirtes
Ferenc Török: Το «1945» είναι η πιο ασπρόμαυρη εποχή της ιστορίας μας
Ο βραβευμένος ούγγρος σκηνοθέτης μας μίλησε για την πιο ανεξερεύνητη και λιγότερο συζητημένη εποχή
Γιάννης Νένες στην AthensVoice
Βρισκόμαστε στον Αύγουστο του 1945, σκληρή, ασπρόμαυρη εποχή αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που έχει ρημάξει την Ευρώπη. Δύο Εβραίοι επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος καταφθάνουν σε ένα ουγγρικό χωριό, κουβαλώντας ένα μυστηριώδες κουτί, για να εκπληρώσουν ένα ιερό χρέος προς τους νεκρούς τους. Οι κάτοικοι του χωριού, καχύποπτοι και ένοχοι για οικειοποίηση ξένων περιουσιών στη διάρκεια του πολέμου, φτάνουν σε παρανοϊκές αντιδράσεις που θα αλλάξουν, μέσα σε μία μέρα, τη ζωή πολλών…
Μια ασπρόμαυρη ταινία που θυμίζει γουέστερν και ιταλικό νεορεαλισμό. Μία σκληρή, γήινη ταινία, γεμάτη κυνισμό, ανέκφραστους ανθρώπους, σκυλιά που αλυχτούν, ξεχαρβαλωμένα ποδήλατα, σπασίματα και φωτιές, μία μισο-κατεστραμμένη ζωή μετά τον πόλεμο, με μυστικά και ενοχές που ξεσπούν στην καλοκαιριάτικη κάψα. Χαρακτηριστική ατάκα από την ταινία: «Αν ρωτήσει κανείς, τα πράγματα δεν είναι εδώ. Τα πήραν οι Γερμανοί. Ή οι Ρώσοι».
Σε αυτό το δίπολο κινείται η ταινία του βραβευμένου με το βραβείο Μπέλα Μπαλάζ, ούγγρου σκηνοθέτη Ferenc Török. Η ταινία προβλήθηκε στο 67ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και πήρε το τρίτο βραβείο κοινού στο Panorama.
Με αφορμή την προβολή της ταινίας στους αθηναϊκούς κινηματογράφους, ο Ferenc Török απαντάει στις ερωτήσεις της A.V.
Γιατί επιλέξατε την περίοδο μετά τον πόλεμο για την ταινία σας και ποιες ήταν οι αναφορές που θέλατε να κάνετε για τη σύγχρονη εποχή;
Το έτος 1945 είναι σίγουρα η πιο ανεξερεύνητη και λιγότερο συζητημένη εποχή της ιστορίας μας. Έχω σκεφτεί πολύ για το τι συνέβη μετά τον πόλεμο και το Ολοκαύτωμα. Αυτός είναι ένας κενός χώρος στην ουγγρική ιστορία. Οι σκέψεις μου ήταν σχετικά με το θάψιμο μυστικών και την αποδοχή του τι συνέβη. Επίσης για την προσπάθεια να γίνει κάτι, να γίνουμε ανεξάρτητοι, αλλά δεν ήταν τόσο εύκολο. Στην Ουγγαρία δεν υπήρξε αποκατάσταση για τα κατασχεθέντα ακίνητα των ανθρώπων, αλλά κυρίως δεν υπήρξε συμβολική αποζημίωση. Το κράτος αποδέχθηκε τη νομική ευθύνη για τα κατασχεθέντα ακίνητα, αλλά αποφάσισε ότι δεν υπάρχει πραγματική οικονομική βάση για την αποπληρωμή των τιμών όλων των πρώην ακίνητων περιουσιακών στοιχείων που κατασχέθηκαν και εθνικοποιήθηκαν κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και υπό το κομμουνιστικό καθεστώς. Στη δεκαετία του ’90, αυτό ήταν ένα μεγάλο θέμα σε όλη την Ευρώπη. Η αντανάκλαση στο σήμερα είναι σημαντική, υπάρχουν αναλογίες αλλά είναι και μια πολύ διαφορετική εποχή. Με τη ματιά του παρόντος όμως μπορούμε να δούμε το παρελθόν.
To «1945» είναι συμβολικό για όλη τη μεταπολεμική Ευρώπη ή συγκεκριμένα για την ουγγρική πραγματικότητα; Και με ποιον τρόπο;
Η χρονιά του 1945 είναι ένα σημείο εκκίνησης παντού. Τείνουμε να τονίζουμε περισσότερο τη χαρά για το τέλος του πολέμου φυσικά, αλλά υπήρχαν και αρνητικές πλευρές σε εκείνη την περίοδο. Για την Ουγγαρία είναι ιδιαίτερη περίοδος γιατί ήταν η εποχή της μετάβασης ανάμεσα σε δύο δικτατορικά συστήματα, ανάμεσα στο φασιστικό και το κομμουνιστικό καθεστώς.
Στην ταινία βλέπουμε μία έντονα πατερναλιστική κοινωνία να ισχύει στο χωριό. Είναι και αυτή τυπική εκείνης της εποχής;
Νομίζω ότι είναι τυπική σε όλες τις περιοχές, αλλά όσο πιο πολύ πλησιάζουμε στην Ανατολή τόσο πιο έντονη γίνεται. Είναι μια φεουδαρχική κληρονομιά και αυτό το χωριό στην ταινία κυβερνάται από αυτή τη διεφθαρμένη μαφία, η οποία χρησιμοποιεί τη δύναμη της εκκλησίας και της αστυνομίας και χειραγωγεί τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους.
Με ποιον τρόπο έχει αλλάξει, ή όχι, η Ευρώπη από το 1945;
Ευτυχώς η Ευρώπη έχει αλλάξει πολύ, αλλά πρέπει δυστυχώς και να παραδεχτούμε ότι μερικά πράγματα παραμένουν ίδια.
Πιστεύετε ότι ένας πόλεμος στη σημερινή εποχή θα έκανε τους ανθρώπους να αντιδράσουν με τον ίδιο τρόπο που συνέβη με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Είχαμε την ευκαιρία να το δούμε αυτό στον Βαλκανικό πόλεμο στη δεκαετία του ’90 και ήταν ο ίδιος τρόμος, όταν οι γείτονες σκότωναν ο ένας τον άλλο από μία εθνικιστική τρέλα.
Στην ταινία σας βλέπουμε πολλά πράγματα της καθημερινότητας να σπάζονται, να καίγονται, να καταστρέφονται – και μετά, στο δεύτερο μέρος, βλέπουμε προσωπικά αντικείμενα να τους συμπεριφέρονται με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Πώς το σχολιάζετε αυτό;
Εκείνη η περίοδος ήταν η καταστροφή για τους αμαρτωλούς και ένοχους που εκμεταλλεύτηκαν τον πόλεμο και τους ανήμπορους ανθρώπους, και περίοδος αισιοδοξίας για ένα νέο ξεκίνημα για τους αθώους επιζήσαντες.
Πιστεύετε ότι η ξενοφοβία ήταν πάντα όπως είναι σήμερα;
Ναι, η ξενοφοβία είναι μόνιμη και ο λαϊκισμός τη χρησιμοποιεί για τους δικούς του σκοπούς, παρουσιάζοντάς την συχνά σαν κάτι πιο επικίνδυνο από ό,τι είναι στην πραγματικότητα.
Γιατί επιλέξατε να γυρίσετε την ταινία σε ασπρόμαυρο;
Για μένα εκείνη η περίοδος είναι ασπρόμαυρη. Όλες οι φωτογραφίες, όλα τα κινηματογραφικά επίκαιρα ήταν έτσι. Δεν μπορώ να φανταστώ το «1945» με διαφορετικό τρόπο, είναι αυθεντικό έτσι. Κατά κάποιο τρόπο και η δουλειά ήταν πιο εύκολη, δεν είχες να συγκεντρώνεσαι στα χρώματα. Είχαμε πιο πολύ χρόνο να ασχοληθούμε με τη σύνθεση και τις ερμηνείες. Η σύνθεση είναι πιο έντονη σε ασπρόμαυρο και θέλαμε το κοινό να συγκεντρωθεί περισσότερο στην ιστορία, στο ανθρώπινο δράμα. Ήταν η πρώτη φορά που γυρίζω σε ασπρόμαυρο. Ο κινηματογραφιστής μου, Elemer Ragalyi, είναι 80 χρονών. Ήταν 5 ετών την εποχή που διαδραματίζεται αυτή η ιστορία, έχει κάποιες πολύ ατμοσφαιρικές αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο. Το δίλημμα που θέτει η ιστορία απαιτεί μαύρο και άσπρο. Υπάρχει επίσης μια αναγέννηση του ασπρόμαυρου, το Instagram των παιδιών μου έχει ασπρόμαυρα φίλτρα. Υπάρχει, λοιπόν, και μερικές φορές είναι ο καλύτερος τρόπος για την εξέλιξη του δράματος.
Στο «1945» υπάρχει μία ιδιαίτερη αίσθηση από φιλμ γουέστερν, στα τοπία, στη μουσική υπόκρουση, στη σκληρότητα των ανθρώπων. Εάν ισχύει αυτό, είναι κάτι που έγινε σκόπιμα;
Όλη η ιστορία διαδραματίζεται μέσα σε 3-4 ώρες μόνο, όπως σε μία αρχαία ελληνική τραγωδία. Μοιάζει με γουέστερν, συμφωνώ. Μία σημαντική αναφορά είναι το «High Νoon» (σ.σ. ελληνικός τίτλος «Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές»). Πάντα ήθελα να κάνω μία ταινία σε πραγματικό χρόνο μέσα από διαφορετικές απόψεις διαφορετικών χαρακτήρων. Η ταινία κάνει αναφορά στο «High Noon» από αρκετές απόψεις: έχει μία απλή δομή που είναι εύκολα κατανοητή από τον καθένα, έχει το ρολόι που μετράει τις ώρες και το τρένο που φτάνει στο χωριό. Και τους ξένους που βρίσκονται στο τρένο. Και φυσικά την αγωνία, σαν θρίλερ. Τα μυστικά κουτσομπολιά που κυκλοφορούν στην πόλη. Στο τέλος όλα αλλάζουν, όμως όλοι θα θυμούνται αυτές τις λίγες ώρες που είχαν δραματική επίδραση στη ζωή της κοινωνίας του χωριού.
Ποια είναι η κατάσταση στην κινηματογραφική βιομηχανία της Ουγγαρίας σήμερα;
Ο ουγγρικός κινηματογράφος ανέκαθεν είχε επιτυχία στα φεστιβάλ αλλά είναι πραγματικά καλή εποχή τα τελευταία χρόνια με δύο Όσκαρ, και τη Χρυσή Άρκτο στην Ildikο Enyedi (σ.σ. τη σκηνοθέτρια του «On Body and Soul», που ήταν υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας για το 2017). Ο ουγγρικός κινηματογράφος έχει επίσης πολύ χρώμα και η Ουγγαρία είναι υπερήφανη για την κινηματογραφική της κουλτούρα. Κάθε χρόνο βγαίνουν νέα ταλέντα, όπως αυτή την εβδομάδα: πάλι μία πρώτη ταινία που γνωρίζει επιτυχία στις Κάννες (σ.σ. η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Zsοfia Szilagyi’s «One Day» (Egy nap), που προβλήθηκε με επιτυχία στην Εβδομάδα των Κριτικών στις φετινές Κάννες και διαγωνίζεται για τη Χρυσή Κάμερα).
Πιστεύετε ότι διαμορφώνεται σήμερα ένα ενιαίο ευρωπαϊκό προφίλ στον κινηματογράφο ή κάθε χώρα έχει το δικό της στιλ, τις αναφορές και το κοινό;
Μία ταινία είναι κάτι το προσωπικό και θα έπρεπε να χρησιμοποιεί τη δική της γλώσσα και να επικεντρώνεται στους δικούς της ήρωες. Φυσικά η γλώσσα και η χώρα είναι καθοριστικές με πολλούς τρόπους. Η Ουγγαρία έχει μακρά και επιτυχημένη κινηματογραφική παράδοση και έχει μία σημαντική θέση στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο.
Κάποιοι από τους σκηνοθέτες που αγαπάτε και σας έχουν επηρεάσει;
Πριν γυρίσω το «1945» παρακολούθησα νεορεαλισμό. Ιταλικές ταινίες του Vittorio De Sica και του Rossellini. Επίσης παρακολούθησα από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 και αρχές ’50 ταινίες του Ingmar Bergman όπως «Η Έβδομη σφραγίδα». Άλλοι αγαπημένοι μου είναι σκηνοθέτες του τσέχικου και γαλλικού new wave: Forman, Menzel, Godard, Truffaut.
Τι θα είναι η επόμενη ταινία σας;
Δουλεύω και πάλι επάνω σε ένα φιλμ εποχής, μία ταινία αθλητική, για κολυμβητές, μία ταινία ενηλικίωσης που διηγείται την ιστορία του πρώτου μας Ολυμπιονίκη, Alfréd Hajοs, που κέρδισε στους Αγώνες της Αθήνας, το 1896. Ήταν ένα φτωχό εβραιόπουλο και αργότερα έγινε ένας διάσημος αρχιτέκτονας. Μία πραγματική ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου