Κριτική: ΝΑΝΑ ΚΥΡΙΑΖΗ
Love is stronger than death…
Ή τουλάχιστον ισάξια. Ο Χάνεκε έχει βαλθεί να το αποδείξει αυτό στη νέα του ταινία «Αγάπη», που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών 2012.
Η ιστορία είναι απλή: ένα ηλικιωμένο ζευγάρι αντιμετωπίζει την ύστατη πρόκληση: τα γηρατειά και τον θάνατο. Αυτό που δεν μπόρεσε να τους χωρίσει μια ολόκληρη ζωή τους χωρίζει τώρα σκληρά και αμείλικτα.
Ο Ζωρζ και η Ανν (Jean-Louis Trintignant-Emmanuelle Riva), συνταξιούχοι καθηγητές μουσικής, ζουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους μέσα σε μια ήρεμη αγάπη. Όταν όμως η κατάσταση υγείας της Ανν αλλάζει δραματικά ύστερα από εγκεφαλικά και αποτυχημένη εγχείρηση, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση… Η Ανν καταλήγει κατάκοιτη και με άνοια. Ο Ζωρζ τη φροντίζει με κάθε επιμέλεια στο διαμέρισμά τους, αποκλείοντας σιγά σιγά τον έξω κόσμο, την κόρη του, τις νοσοκόμες, όλους όσοι θα εξέθεταν την Ανν σε ένα θέαμα του εαυτού της που η ίδια δεν ήθελε. Παρά την τεράστια φροντίδα και αγάπη του Ζωρζ η κατάστασή της παίρνει τη φυσική τροπή. Η Ανν κάθε μέρα όλο και περισσότερο εγκαταλείπει την ύπαρξή της, πνευματικά και σωματικά. Ποια είναι η ύστατη απόδειξη αγάπης που μπορεί να κάνει ο Ζωρζ για την αγαπημένη του;
Ο Χάνεκε με αυτήν την ταινία ανακαλύπτει κάτι που συνήθως φαίνεται σαν να λείπει από τις ταινίες του: τον ανθρωπισμό του. Ο ψυχρός τρόπος με τον οποίο οι περισσότερες ταινίες του αποτελούν μια ανατομία του ανθρώπινου «κακού» αφήνει λίγο περιθώριο για συμπάθεια στην ανθρώπινη φύση. Εδώ όμως κάνει μια μικρή στροφή, χωρίς να ξεφεύγει από το χαρακτηριστικό του ύφος.
Στην αρχή, βλέποντας την ταινία, μπορούμε να διατηρήσουμε μια στάση καχυποψίας και άμυνας. Η ταινία φαίνεται να είναι η επιτομή της Ευρωπαϊκής ταινίας τέχνης, που σημαίνει σχεδόν μια «συνταγή» για επιτυχία σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ, διάσημους Ευρωπαίους ηθοποιούς, σοφιστικέ ατμόσφαιρα για μορφωμένο κοινό μεσοαστικής τάξης. Ο Ζωρζ και η Ανν ζούνε ένα δράμα, ωστόσο οι συνθήκες διαβίωσής τους δεν είναι ποτέ μίζερες. Ίσα ίσα, εδώ οι ήρωες δεν έχουν να αντιμετωπίσουν έξτρα προβλήματα χώρου, χρημάτων ή άλλων. Πρόκειται για ένα μπουρζουά ζευγάρι, που ζει σε ένα ευρύχωρο εκλεπτυσμένο διαμέρισμα στην κορυφή ενός κτηρίου. Επίσης, εδώ δεν υπάρχει από πίσω καμιά ιδεολογική κριτική διάσταση, τόσο που σε κάνει να πεθυμείς τις ταινίες του Μπουνιουέλ, που τόσο εύστοχα παρουσίαζαν την αστική τάξη σε όλη της την παθολογία. Σε κάνει να πεθυμείς ακόμα έναν Μπέργκμαν, π.χ. στο «Κραυγές και ψίθυροι», καθώς η ταινία του Χάνεκε δεν φτάνει ίσως το υπαρξιακό μέγεθος των μπεργκμανικών ταινιών. Τι απομένει λοιπόν; Καθαρός Χάνεκε. Παρά τους ενδοιασμούς που προαναφέραμε, που τους λαμβάνουμε υπόψη βλέποντας την ταινία, καταλαβαίνουμε ωστόσο ότι η ταινία κάνει αυτή την επιλογή για να απομονώσει την υπόθεση αποκλειστικά στο ψυχολογικό δράμα αυτών των δύο ανθρώπων. Το θέμα της άλλωστε, όπως λέει και ο τίτλος, είναι η «αγάπη» και η δυνατότητα επιβίωσής της μέσα σε μια τραγωδία (με αυτή την έννοια πλησιάζει περισσότερο το «Μπλε» του Κισλόφσκι). Με εξαίρεση την παρουσία της κόρης και ελάχιστων άλλων μικρών ρόλων, η διηγηματική αυτή επιλογή έχει μοναδικό σκοπό να επικεντρωθεί στο ζευγάρι και πώς βιώνει το προσωπικό του δράμα, που κατ’ αναλογία αποτελεί και το δράμα πολλών άλλων ανθρώπων. Και εκεί βρίσκεται ο «συναισθηματισμός» του Χάνεκε. Πάντα μετρημένος και απόλυτα κεκαλυμμένος, γιατί ο Χάνεκε σίγουρα δεν αναλώνεται σε εύκολους συναισθηματισμούς. Η σκηνοθετική του ματιά εξακολουθεί να είναι παγερή και αποστασιοποιημένη. Παρακολουθεί το ζευγάρι με έναν σχεδόν ουδέτερο και ξερό τρόπο, με πολλά σταθερά shot-reverse shots αλλά και όταν ακολουθεί τους ηθοποιούς κρατάει πάντα απόσταση. Η κάμερα ποτέ δεν πλησιάζει τόσο ώστε να σε εμπλέξει συναισθηματικά. Η σκηνοθεσία του μερικές φορές είναι τόσο λιτή, ντοκιμαντερίστικη και φλεγματική, σαν να μην υπάρχει από πίσω κάποιο ιδιαίτερο σκηνοθετικό στυλ. Δεν ισχύει βέβαια αυτό. Ο Χάνεκε είναι πολύ ευφυής για κάτι τέτοιο. Αντίθετα, αυτή η επιτηδευμένη λιτότητα είναι ακριβώς η μαγεία του Χάνεκε. Εκεί που νομίζεις ότι βλέπεις μια ταινία γυρισμένη με έναν «στρωτό» τρόπο, χωρίς εξάρσεις, συνειδητοποιείς ότι παραείναι «στρωτός», για να είναι άβουλος και ακαδημαϊκός. Ο Χάνεκε τελικά απογυμνώνει την ίδια του τη σκηνοθεσία για να αφήσει να φανούν με τον αποτελεσματικότερο τρόπο, εντελώς ωμά και αληθινά, όσα νιώθουν και περνούν οι ήρωες. Η απογύμνωση συνιστά το σκηνοθετικό του στυλ. Η κατάδειξη του δράματος πρέπει να είναι ανελέητη. Μόνο έτσι μπορεί να προκύψει η ύψιστη συγκίνηση. Η σπαρακτική συναισθηματική φόρτιση. Χωρίς να το καταλάβεις, μπαίνεις στο συναισθηματισμό των ηρώων, τη μεγάλη τους αγάπη, τη μεγάλη τους καταστροφή, τη μεγάλη τους πάλη για να νικήσει η αγάπη και όχι ο θάνατος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου